βόλεμα
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
Greek Monolingual
το βολεύω
1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα
2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας
3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει
4. συνουσία.