βόλεμα

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79

Greek Monolingual

το βολεύω
1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα
2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας
3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει
4. συνουσία.