γαλέοψις

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Spanish (DGE)

v. γαλήοψις.

Greek Monolingual

και γαλίοψις, η (Α γαληόψις)
ονομασία Αγγειόσπερμων Δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών Χειλανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + όψις].