γαλαδερφός

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual


αυτός που έχει θηλάσει γάλα από την ίδια γυναίκα με κάποιον άλλο (το παιδί της τροφού και το ξένο, το οποίο θήλασε απ' αυτήν).