Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
γνοφερός: γνόφος, γνοφόω, γνοφώδης, ἴδε ἐν δνοφερός.
-ά, -ό (Α γνοφερός, -ά, -όν) γνόφοςσκοτεινός.
= δνοφερός.