γονατιστός
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
-ή, -ό γονατίζω
1. πεσμένος στα γόνατα, γονυκλινής
2. το θηλ. ως ουσ. η Γονατιστή
η εορτή της Πεντηκοστής.