γούστο
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
Greek Monolingual
το
1. νοστιμάδα
2. καλαισθησία
3. ευχαρίστηση
4. προτίμηση, εκλογή
5. φρ. α) «δεν τον κάνω γούστο» — δεν μού αρέσει
β) «έχει γούστο να...»
(ειρωνικά) θα ήταν διασκεδαστικό να συμβεί κάτι ανεπιθύμητο
γ) «κάνω γούστο» — περνώ ευχάριστα την ώρα μου
δ) «μη μού χαλάς τα γούστα μου» — μη μού χαλάς το χατίρι
ε) «το έκανα για γούστο» — το έκανα για απλή διασκέδαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gusto).