γρυμαία

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

German (Pape)

[Seite 507] ἡ, 1) Beutel, Tasche, Sp. – 2) = γρύτη, VLL. Bei Themist. 28 p. 293 d von einem Haufen schlechter Menschen, συρφετὸς καὶ γρυμαία.