εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
γυμνοδερκοῦμαι (-έομαι) (Α)εμφανίζομαι γυμνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + (θ.) δερκ- τοῦ ρ. δέρκομαι «κοιτάζω, βλέπω»].