γυμνόσπερμος
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
ον, having the seed with no apparent pericarp, Thphr. HP 1.11.2 and 3.
Spanish (DGE)
-ον
bot. gimnospermo e.e. que tiene las semillas al descubierto τῶν ... δένδρων οὐδὲν γυμνόσπερμον ἀλλ' ἢ σαρξὶ περιεχόμενον ἢ κελύφεσιν Thphr.HP 1.11.3, op. ἐναγγειόσπερμα y ἐνυμενόσπερμα Thphr.HP 8.3.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γυμνόσπερμος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει σπέρμα χωρίς θήκη ή περικάρπιο.
German (Pape)
mit bloßliegendem, von keiner Hülse umgebenem Samen, Theophr.