γυμνότητα

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

η (AM γυμνότης) γυμνός
1. το να είναι κανείς γυμνός
μσν.- νεοελλ.
1. ανεπάρκεια εφοδίων
2. οποιαδήποτε έλλειψη
νεοελλ.
(για τόπους) έλλειψη βλάστησης.