δακρυαγωγός
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
Greek Monolingual
ο
1. αυτός μέσα από τον οποίο διέρχονται τα δάκρυα («δακρυαγωγός πόρος»)
2. αυτός που προκαλεί τη ροή τών δακρύων («δακρυαγωγά φάρμακα»).