δακρυδόχος
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
Greek Monolingual
-ο
1. αυτός μέσα στον οποίο μαζεύονται τα δάκρυα («η δακρυδόχος κύστη του ματιού»)
2. το αρσ. ως ουσ. δακρυδόχος
μυροφόρος λήκυθος που πήρε αυτή την ονομασία από την εσφαλμένη αντίληψη ότι σ' αυτή συγκεντρώνονταν τα δάκρυα όσων θρηνούσαν τον νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -δοχος < δέχομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη].