δακρυδόχος

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός μέσα στον οποίο μαζεύονται τα δάκρυα («η δακρυδόχος κύστη του ματιού»)
2. το αρσ. ως ουσ. δακρυδόχος
μυροφόρος λήκυθος που πήρε αυτή την ονομασία από την εσφαλμένη αντίληψη ότι σ' αυτή συγκεντρώνονταν τα δάκρυα όσων θρηνούσαν τον νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -δοχος < δέχομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη].