δακτυλιουργός

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλιουργός Medium diacritics: δακτυλιουργός Low diacritics: δακτυλιουργός Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: daktyliourgós Transliteration B: daktyliourgos Transliteration C: daktyliourgos Beta Code: daktuliourgo/s

English (LSJ)

ὁ, ring-maker, Philyll.15, Pherecr.207.

Spanish (DGE)

(δακτῠλιουργός) -οῦ, ὁ fabricante de anillos Pherecr.234, Philyll.14.

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, der Siegelringe macht, Pherecr. Poll. 7, 179 u. Philyll. ib. 108.

Greek (Liddell-Scott)

δακτυλιουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων δακτυλίους, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 77.

Greek Monolingual

δακτυλιουργός, ο (Α) ο τεχνίτης που κατασκευάζει δαχτυλίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -ουργός < έργον].