Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Menander, Monostichoi, 171Spanish (DGE)
v. ζακόρος.
• Diccionario Micénico: da-ko-ro.
Translations
French: néocore; Greek: νεωκόρος; Ancient Greek: δακόρος, ζακόρος, ζάκορος, θεοκόρος, νακόρος, ναοκόρος, ναυκόρος, νεακόρος, νειοκόρος, νεοκόρος, νεωκόρος, νηοκόρος, σιοκόλος, σιοκόρος; Italian: neocoro; Latin: neocorus