νειοκόρος

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειοκόρος Medium diacritics: νειοκόρος Low diacritics: νειοκόρος Capitals: ΝΕΙΟΚΟΡΟΣ
Transliteration A: neiokóros Transliteration B: neiokoros Transliteration C: neiokoros Beta Code: neioko/ros

English (LSJ)

ὁ, ἡ, Ion. for νεωκόρος, AP6.356 (Pancrat. fem.).

German (Pape)

[Seite 237] ion. = νεωκόρος, Pancrat. ep. 1 (VI, 356).

Russian (Dvoretsky)

νειοκόρος: ὁ ион. = νεωκόρος I.

Greek (Liddell-Scott)

νειοκόρος: ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ νεωκόρος, Ἀνθ. Π. 6. 356.

Greek Monolingual

νειοκόρος, ὁ, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. νεωκόρος.

Greek Monotonic

νειοκόρος: ὁ, ἡ, Ιων. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

νειο-κόρος, ὁ, ἡ, [ionic for νεωκόρος, Anth.]

Translations