German (Pape)
[Seite 242] = νεωκόρος, zw.
Greek (Liddell-Scott)
νεοκόρος: ἀντὶ νεωκόρος, Ἐπιγρ. Δελφ. Collitz Sammlung der Gr. Dial. 17733, 10., 2100, 14, κτλ.
Greek Monolingual
νεοκόρος, ὁ και ἡ (Α)
(δ. γρφ.) νεωκόρος.
Translations
French: néocore; Greek: νεωκόρος; Ancient Greek: δακόρος, ζακόρος, ζάκορος, θεοκόρος, νακόρος, ναοκόρος, ναυκόρος, νεακόρος, νειοκόρος, νεοκόρος, νεωκόρος, νηοκόρος, σιοκόλος, σιοκόρος; Italian: neocoro; Latin: neocorus