δαμείω
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
δᾰμήμεναι, v. δαμάζω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ sg. sbj. ao.2 Pass. épq. de δάμνημι.
Russian (Dvoretsky)
δαμείω: эп. conjct. к δάμνημι.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμείω: δαμήμεναι, ἴδε ἐν λ. δαμάζω.
English (Autenrieth)
see δάμνημι.
Greek Monotonic
δᾰμείω: Επικ. αντί δαμῶ, υποτ. Παθ. αορ. βʹ του δαμάζω.