δεινοεπής
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
gloss on ἀπτοεπές, Sch.Il.8.209, EM133.45.
Spanish (DGE)
-ές
terrible en el hablar glos. a ἀπτοεπής Sch.Er.Il.8.209a, cf. Et.Gen.α 1091.
German (Pape)
[Seite 538] ές, Schreckliches sprechend, Schol. Il. 8, 209.
Greek (Liddell-Scott)
δεινοεπής: -ές, ὁ δεινοὺς λόγους λέγων, Σχ. Ἰλ. Θ. 209.
Greek Monolingual
δεινοεπής, -ές (Α)
αυτός που λέει φοβερά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -επής < έπος].