δεματικόν

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

German (Pape)

[Seite 545] τό, Bündel, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

δεματικόν: τό, δέσμη, Γεωπον.