πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
το (AM δερμάτιον)νεοελλ.1. δέρμα ζώου, το τομάρι («είχεν κι απάνω στ' άρματα βαλμένο 'να δερμάτι», Ερωτ.)2. ασκός από δέρμα ζώουαρχ.1. μικρό και λεπτό δέρμα2. κομμάτι από δέρμα.