δευτέριος

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευτέριος Medium diacritics: δευτέριος Low diacritics: δευτέριος Capitals: ΔΕΥΤΕΡΙΟΣ
Transliteration A: deutérios Transliteration B: deuterios Transliteration C: defterios Beta Code: deute/rios

English (LSJ)

α, ον,
A of inferior quality, οἶνος Nicoph.20 codd.; cf. δευτερίας.
2 τὸ δ. or τὰ δ. afterbirth, Aq.De.28.57, prob. in Paul.Aeg.6.75.
3 = χόριον, Steph.in Hp.2.463 D.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I 1secundario, de repuesto ἀνέβη ἐπὶ τὸ ἅρμα τὸ δευτέριον αὐτοῦ LXX 1Es.1.29, ref. a rejas de arado SB 9406.277, 9409.7.104 (ambos III d.C.).
2 de segunda calidad, de calidad inferior δ. οἶνος aguapié, vino de la segunda pisada Nicopho 11, cf. Phot.δ 225, μέλι op. πρώτειος PNess.87.3 (VII d.C.), γάρος op. πρώτειος PNess.87.5 (VII d.C.).
II subst. τὸ δ.
1 medic. secundinas Aq.De.28.57.
2 econ., n. de un impuesto, SB 7756.17 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 553] zum Zweiten gehörig, von zweiter Qualität, Sp. Auch = vor., Nicoph. B. A. 89; – τὸ δ. u. τὰ δ., die Nachgeburt, Madic.

Greek (Liddell-Scott)

δευτέριος: -α, -ον, = δευτέρας ποιότητος, κατώτερος, οἶνος Νικοφ. Χειρ. 6 (ἔνθα ὁ Λ. Δινδ. δευτερίας). 2) τὸ δευτέριον ἢ τὰ δευτέρια, τὸ ὕστερον (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Λατ. secundinae, Παῦλ. Αἰγ. 6. 75, πρβλ. χόριον.

Greek Monolingual

δευτέριος, -α, -ον (AM)
1. δεύτερης ποιότητας
2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) το δευτέριον, τα δευτέρια
το ύστερο της γέννας, το δερματώδες περίβλημα του εμβρύου που εξέρχεται μετά τον τοκετό.