δευτεροστάτης
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A one who stands in the rear file of the Chorus, Them.Or.13.175b.
2 in plural, soldiers in the rear rank, Arr.Alan.17.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que está en segundo lugar en un coro, op. πρωτοστάτης Them.Or.13.175b, en la jerarquía de los sacerdotes de una divinidad oriental Διονύσιος ... δ. Θεοῦ Βαλμαρκώδου Sitz.Berl.1887.419.129 (Berito, imper.)
•milit., de un soldado que está en segunda línea de batalla οἱ ἐν τῇ παρατάξει μετὰ τὴν πρωτοστάτην καὶ τὸν δευτεροστάτην ἱστάμενοι ἐν τῇ τρίτῃ τάξει Origenes M.12.288C, cf. Eust.923.56, plu. οἱ δευτεροστάται soldados de retaguardia Arr.Alan.17.
German (Pape)
[Seite 553] ὁ, der als der Zweite, im zweiten Gliede steht, Themist. or. 13 p. 175 b.
Greek Monolingual
δευτεροστάτης, ο (Α)
1. αυτός που στέκεται στη δεύτερη σειρά του χορού
2. πληθ. δευτεροστάται
στρατιώτες παραταγμένοι στη δεύτερη σειρά.