διΐπτημι

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέπτην;
c. διαπέτομαι;
Moy. διΐπταμαι (ao.2 διεπτάμην, 3ᵉ sg. διέπτατο, inf. διαπτάσθαι) m. sign.
Étymologie: διά, ἵπταμαι.

Russian (Dvoretsky)

διΐπτημι: (aor. 2 διέπτην); тж. med. Eur., Arph., Luc. = διαπέτομαι.