διάπλατος

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ορθάνοιχτος
2. ξεδιπλωμένος τελείως
επίρρ. διάπλατα α) ορθάνοιχτα
β) πάνω στους δύο ώμους.