διάπνευμα
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
-ατος, τό, breeze, dub.l. in Hp.Aër.19(pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διάπνευμα: τό, λίαν ἀμφίβ. γραφ. ἐν Ἱππ. Ἀέρ. 291, αὔρα, ἄνεμος.
German (Pape)
τό, das Durchwehen, der Wind, Hippocr.