διάστολον

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστολον Medium diacritics: διάστολον Low diacritics: διάστολον Capitals: ΔΙΑΣΤΟΛΟΝ
Transliteration A: diástolon Transliteration B: diastolon Transliteration C: diastolon Beta Code: dia/stolon

English (LSJ)

τό, in plural, dispositions of a deed, PLond.1727.58(vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
disposición μὴ παραβαίνειν τὰ προδεδηλουμένα διάστολα en una escritura PLond.1727.58 (VI d.C.).

Greek Monolingual

διάστολον, το (Α)
(συνηθ. στον πληθ.) τα διάστολα
οι διατάξεις συμφωνητικού εγγράφου.