διακοπτικός
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 destructor, destructivo ἡ δ. μάχαιρα Eust.836.55, cf. EM 263.34G., Sch.E.Andr.826, πόλεμος Sch.Gen.Il.21.422
•capaz de romper διακοπτικὴ εἱρμοῦ δύναμις la fuerza capaz de romper la cadena (de la existencia), Eus.PE 6.7.32, (θάνατος) τῶν πρὸς ἄλληλα σχέσεών ἐστι δ. Dam.in Phd.110.
2 capaz de cortar o rebajar c. gen. τοῦ φλέγματος Clem.Al.Paed.1.11.