διακύμανση

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

η
1. κυματοειδής κίνηση, μεταβλητότητα
2. αυξομείωση
3. διαμόρφωση
4. μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους γύρω από τη μέση τιμή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διακυμαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].