διαμέρισμα
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Spanish (DGE)
-ματος, τό porción glos. a δάσμα Hsch.
Greek Monolingual
το
1. τμήμα, μέρος ενός διαχωρισμένου συνόλου
2. (για οικήματα) σύνολο δωματίων με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους που χρησιμοποιείται ως κατοικία οικογένειας είτε ατόμου ή για γραφεία
3. τμήμα πόλης
4. μεγάλη διοικητική περιφέρεια
5. στρατιωτικός τομέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].