διαμείβομαι
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
(Α διαμείβομαι και διαμείβω) αμείβομαι
1. ανταλλάσσω
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαμειφθέντα
οι συζητήσεις που έγιναν, τα λόγια που ανταλλάχθηκαν
αρχ.
1. διέρχομαι, διασχίζω
2. αλλοιώνω, μεταβάλλω
3. αλλάζω τελείως
4. εμπορεύομαι σε ξένη αγορά
5. ανταμείβω
6. φρ. «διαμείβω ὁδόν» — φθάνω στο τέρμα ταξιδιού.