Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαμείβομαι

From LSJ

Greek Monolingual

διαμείβομαι και διαμείβω) αμείβομαι
1. ανταλλάσσω
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαμειφθέντα
οι συζητήσεις που έγιναν, τα λόγια που ανταλλάχθηκαν
αρχ.
1. διέρχομαι, διασχίζω
2. αλλοιώνω, μεταβάλλω
3. αλλάζω τελείως
4. εμπορεύομαι σε ξένη αγορά
5. ανταμείβω
6. φρ. «διαμείβω ὁδόν» — φθάνω στο τέρμα ταξιδιού.