διαμείβομαι
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
(Α διαμείβομαι και διαμείβω) αμείβομαι
1. ανταλλάσσω
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαμειφθέντα
οι συζητήσεις που έγιναν, τα λόγια που ανταλλάχθηκαν
αρχ.
1. διέρχομαι, διασχίζω
2. αλλοιώνω, μεταβάλλω
3. αλλάζω τελείως
4. εμπορεύομαι σε ξένη αγορά
5. ανταμείβω
6. φρ. «διαμείβω ὁδόν» — φθάνω στο τέρμα ταξιδιού.