διαπέτασμα

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

German (Pape)

[Seite 595] τό, das Ausgebreitete, Vorhang, Sp.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 extensión, abertura, amplitud δ. καὶ [π] λάτο[ς] ἔχοντος como explicación etim. de διϊπετέος (cf. διαπετάννυμι) glos. a Hom. en POxy.3206.26.
2 velo ὁ τοῦ διαπετάσματος διχασμός del templo de Jerusalén, Ath.Al.M.28.997B.