extensión
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Spanish > Greek
ἅλς, ἀναπτυχή, ἀνάτασις, ἀπέκτασις, ἀπότασις, ἀριθμός, διαπέτασμα, διάστασις, διάστημα, διάτασις, διάχυσις, ἔκταμα, ἔκτασις, ἐκτένεια, ἐκτενία, ἔντασις, ἐξάπλωμα, ἐξάπλωσις, ἐξελκυσμός, ἐπανάτασις, ἐπέκτασις, ἐπίταμα, ἐπίτασις, κατάτασις, παράτασις, παρέκτασις, περίτασις, τάσις, τὸ ἐκτενές, ὑπότασις