διαπετάννυμι

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπετάννῡμι Medium diacritics: διαπετάννυμι Low diacritics: διαπετάννυμι Capitals: ΔΙΑΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: diapetánnymi Transliteration B: diapetannymi Transliteration C: diapetannymi Beta Code: diapeta/nnumi

English (LSJ)

pf. -πεπέτακα D.S.17.115, Pass. -πεπέτασμαι ib. 10:—open and spread out, Ar.Lys.732,733; τὰς πλεκτάνας, of the polypus, Arist.HA541b5; ἀετοὺς διαπεπετακότας τοὺς πτέρυγας D.S. 17.115:—Pass., pf. διαπέπ[τ]α[νται] πύλαι prob. in Pi.Dith.Oxy.2.4.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διεπέτασα Ar.Lys.732, Arist.HA 541b5, LXX Ps.87.10; perf. διαπεπετακώς D.S.17.115, v. med. διαπέπ[τ] ανται Pi.Fr.70b.4, part. διαπεπετασμένον D.S.17.10]
extender, abrir, desplegar (ἔρια) ἐπὶ τῆς κλίνης Ar.l.c., cf. 733, τὰς πλεκτάνας del pulpo, Arist.l.c., ἀετοὺς διαπεπετακότας τὰς πτέρυγας D.S.17.115, cf. LXX 3Re.6.27, τὸ ἐπικάλυμμα LXX 2Re.17.19, τὸν κόλπον I.BI 5.327, τὰς πύλας Gr.Nyss.Steph.1.90.1, cf. Hom.in Cant.53.6, en v. pas., Pi.l.c., λεπτὸν ἀράχνης ὕφασμά τι διαπεπετασμένον D.S.17.10
frec. en el AT extender, tender τὰς χεῖρας en señal de súplica διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖρας μου LXX Ps.87.10, εἰς τὸν οὐρανόν LXX 3Re.8.22, cf. 38, 54, To.3.11S, La.1.17.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πετάννυμι), auseinanderbreiten, Ar. Lys. 732; τὰς πλεκτάνας, Arist. H. A. 5, 6; πτέρυγας, D. Sic. 17, 115, u. a. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πετάννῡμι uitspreiden, met ἐπί + gen.: ἐπὶ τῆς κλίνης op het bed Aristoph. Lys. 732.

Russian (Dvoretsky)

διαπετάννῡμι:
1 раскладывать (sc. ἔρια Arph.);
2 раскрывать, расправлять (τὰς πλεκτάνας Arst.; ἀετοὶ διαπεπετακότες τὰς πτέρυγας Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

διαπετάννυμι: ἢ -ύω, μέλλ. -πετάσω [ᾰ], πρκμ. διαπεπέτακα Διόδ. Σικ. 17, 115 [ᾰ]· - ἀνοίγω καὶ ἐξαπλώνω, Ἀριστοφ. Λυσ. 732, 733· τὰς πλεκτάνας, ἐπὶ τοῦ πολύποδος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 6, 2.

Greek Monolingual

διαπετάννυμι και διαπεταννύω (Α) πετάννυμι
ανοιγω κάτι που ήταν διπλωμένο, ξεδιπλώνω.