διαπαιδαγώγηση
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
η (Α διαπαιδαγώγηση) διαπαιδαγωγώ
διάπλαση του χαρακτήρα παιδιού με παιδαγωγικές μεθόδους
νεοελλ.
1. καθοδήγηση
2. ανατροφή, αγωγή παιδιών, μόρφωση.