διαρρήκτης

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρήκτης Medium diacritics: διαρρήκτης Low diacritics: διαρρήκτης Capitals: ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ
Transliteration A: diarrḗktēs Transliteration B: diarrēktēs Transliteration C: diarriktis Beta Code: diarrh/kths

English (LSJ)

διαρρήκτου, ὁ, plotter, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 el que rompe c. gen. obj., fig. τῆς εὐαρμοστίας τοῦ βίου Meth.Symp.43.
2 conspirador Hsch.

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που κάνει διάρρηξη
2. αυτός που παραβιάζει κλειδαριές για να κλέψει.