διαρτάζω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
speak fitly, dub. l. in A.Fr.318 (fort. διάρτισον).
German (Pape)
[Seite 601] = folgdm, Aesch. fr. 322.
Greek (Liddell-Scott)
διαρτάζω: μέλλ. -άσω, = τῷ ἑπομ.· μεταφ., λέγω διηγοῦμαι λεπτομερῶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 333.
Russian (Dvoretsky)
διαρτάζω: досл. расчленять, перен. подробно рассказывать (τοσαῦτα ἐξ ἐμοῦ διάρτασον Aesch.).