διασκελίζω

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

German (Pape)

[Seite 602] die Schenkel auseinander spreizen, E. M. 502, 39.

Greek Monolingual

και διασκελώ και διασκελάω και δρασκελώ και δρασκελάω (Μ διασκελίζομαι)
1. διαβαίνω πάνω από κάτι με ανοιχτά τα σκέλη
2. βαδίζω γρήγορα με μεγάλα βήματα
3. μετρώ απόσταση με δρασκελισμούς
μσν.
κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια.