διασκώπτομαι
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monotonic
διασκώπτομαι: μέλ. -ψομαι — Μέσ., αστειεύομαι, περιπαίζω, ανταλλάσσω περιπαικτικά σχόλια, λέω χωρατά εδώ και εκεί, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ψομαι
Mid. to jest one with another, pass jokes to and fro, Xen.