διαστημόπλοιο

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

Greek Monolingual

το
όχημα ελεγχόμενης πτήσης γύρω από τη γη ή στο διάστημα με ή χωρίς πλήρωμα.