διαφόρητος

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφόρητος Medium diacritics: διαφόρητος Low diacritics: διαφόρητος Capitals: ΔΙΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: diaphórētos Transliteration B: diaphorētos Transliteration C: diaforitos Beta Code: diafo/rhtos

English (LSJ)

διαφόρητον, torn in pieces, σάρξ prob. in E. Cyc.344.

Spanish (DGE)

-ον
1 troceado ζέσας σὴν σάρκα διαφόρητον (cj.) ἀμφέξει καλῶς (el caldero) cociendo tu carne troceada, la recibirá con gusto E.Cyc.344.
2 que se deja traspasar, traspasable (τὸ σῶμα) διὰ τὴν μάνωσιν τῶν σωμάτων διαφόρητον γίνεται Phlp.in Mete.126.39.

Greek Monolingual

διαφόρητος, -ον (Α)
κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος.

Russian (Dvoretsky)

διαφόρητος: растерзанный, разрезанный (σάρξ Eur.).