διερεύνηση
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
Greek Monolingual
η (AM διερεύνησις) διερευνώ
λεπτομερής έρευνα ή εξέταση
νεοελλ.
1. μελέτη σε βάθος, από κάθε άποψη
2. φρ. «διερεύνηση εξισώσεως» — θεωρητική εξέταση τών όρων της εξισώσεως και τών διαφόρων λύσεων στις οποίες οδηγούν οι υποθέσεις που διατυπώνονται επί τών δεδομένων.