διιχνεύω

From LSJ

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source

Greek (Liddell-Scott)

διιχνεύω: ἐξιχνιάζω, ἰχνηλατῶ, Πολύβ. 4. 68, 3, Ὀππ. Ἁλ. 3. 37·― διιχνέω Γαλεομ. 34.

Greek Monolingual

διιχνεύω (Α) ιχνεύω
ανιχνεύω σε όλη την έκταση, αναζητώ με επιμονή όπως ο σκύλος τα ίχνη.