δικαία
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
Ion. δικαίη, ἡ, poet. for δίκη, like Σεληναίη for Σελήνη, Cerc.18.5, cf. EM24.48.
Spanish (DGE)
(δῐκαία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Cercidea 71
justicia οὐδὲ μέμνηται θεοῦ Δικαίης Cercidea l.c., cf. EM 24.49G.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, poet. = δίκη, E. M. p. 24, 48.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ δίκη, ὡς Σεληναίη ἀντὶ Σελήνη, Ἐτυμ. Μ. 24. 48.