διοπωπεύς

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Spanish (DGE)

-έως
que vigila, que observa con atención διοπωπέας τοὺς βασιλεῖς φασίν, ἐπεὶ ἐφεώρων τοὺς ἀρχομένους AB 237.24, cf. EM 278.12G.

German (Pape)

ὁ, = δίοπος, EM. und B.A. 237, wo auch das Verbum διοπωπεύω angeführt ist.