διοχέτευση
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
Greek Monolingual
η διοχετεύω
1. μεταφορά ή μεταβίβαση υγρού ή αερίου με τη βοήθεια οχετού
2. μεταβίβαση χωρίς τη μεσολάβηση αγωγού (π.χ. με καλώδιο)
3. φρ. «διοχέτευση ειδήσεων, πληροφοριών κ.λπ.» — παροχή επιλεκτική ή κρυφή.