διπλαρώνω

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual


1. παίρνω θέση στο πλάι, πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία
2. ναυτ. φέρνω το πλοίο στο πλάι άλλου πλοίου ή κρηπιδώματος, πλευρίζω
3. (για πλοίο) καθώς φυσά ο άνεμος γέρνω προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλάρω + (κατάλ.) -ώνω].