διστιχίασις
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
-εως, ἡ, = διστιχία II, Sever. ap. Aët.7.68, Paul. Aeg.6.8.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. crecimiento de una segunda fila de pestañas, Seuer. en Aët.7.68, 7.2, Paul.Aeg.6.8.1.
Greek (Liddell-Scott)
διστιχίασις: -εως, ἡ, = διστιχία ΙΙ., Παῦλ. Αἰγ. 100 (Brian).
Greek Monolingual
διστιχίασις, η (Α)
η διστοιχίαση.
German (Pape)
ἡ, Bei Medic. = doppelte Augenwimpern die auch διστιχία heißen.