διχοτόμηση
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
η (AM διχοτόμησις)
το κόψιμο πράγματος σε δύο ίσα τμήματα
νεοελλ.
ο πολλαπλασιασμός τών κυττάρων με μίτωση.